- παράχωση
- ηη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραχώνω, η κάλυψη με χώμα, το παράχωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχώνω. Η λ., στον λόγιο τ. παράχωσις, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμφύτευση — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, κατά το οποίο ο δικαιούχος (εμφυτευτής) είχε εξουσία επάνω στα προϊόντα ενός ακινήτου που ανήκε κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο, καθώς και εξουσία προστασίας του ακινήτου αντί του ιδιοκτήτη … Dictionary of Greek
θάψιμο — το [θάβω] 1. ταφή, ενταφιασμός 2. χώσιμο πραγμάτων στη γη, παράχωση … Dictionary of Greek